- ανεπιθεώρητος
- denetimden geçmemiş, teftiş edilmemiş
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ἀνεπιθεώρητος — not overlooked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεπιθεώρητος — η, ο (Α ἀνεπιθεώρητος, ον) νεοελλ. αυτός τον οποίον δεν έχει επιθεωρήσει ανώτερη αρχή αρχ. ο ανεξέλεγκτος … Dictionary of Greek
ανεπιθεώρητος — η, ο αυτός που δεν επιθεωρήθηκε από κάποιον ανώτερό του: Πολλοί καθηγητές είναι ανεπιθεώρητοι δύο και τρία χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεπιθεωρήτου — ἀνεπιθεώρητος not overlooked masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)